- προσιζάνω
- Α1. κάθομαι κοντά σε κάτι2. ξεκουράζομαι, ηρεμώ, ησυχάζω («ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν προσιζάνει σαπρόν», Αριστοτ.)3. συνάπτομαι, προσκολλώμαι («τὸ ἄγαλμα ἀπὸ τῶν προσιζανόντων καθαίρειν»)4. (για ρούχα) εφαρμόζω καλά, έχω καλή εφαρμογή5. μτφ. προσκολλώμαι, πιάνω («ἐχθρά μοι... ἀρὰ προσιζάνει», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἱζάνω, επαυξημένος τ. του ἵζω «κάθομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.